κασταλία

κασταλία
Αρχαία ονομασία πηγής του Παρνασσού. Βρίσκεται κοντά στους Δελφούς, στο σημείο όπου οι Φαιδριάδες πέτρες σχηματίζουν γωνία. Σύμφωνα με την παράδοση πήρε την ονομασία της από τη νεαρή νύμφη που ρίχτηκε στην πηγή για να αποφύγει την καταδίωξη του ερωτευμένου μαζί της Απόλλωνα. Στην αρχαιότητα η Κ. ήταν συνυφασμένη με την ιερή ζωή του Μαντείου των Δελφών. Σε αυτή γινόταν η τέλεση του καθαρμού της Πυθίας πριν ανέβει στον τρίποδα για να χρησμοδοτήσει καθώς και του νεοπρόπου, δηλαδή εκείνου που ήθελε να συμβουλευτεί το μαντείο. Εκτός από τις εξαγνιστικές τους ιδιότητες, τα νερά της Κ. χαρακτηρίζονταν και από τη μυστική δύναμη να χαρίζουν την έμπνευση στους ποιητές και στους μουσικούς. Γι’ αυτό η πηγή ήταν αφιερωμένη στις Μούσες, που ονομάζονταν Κασταλίδες νύμφες, και συχνά αναφερόταν από τους ποιητές ως πηγή έμπνευσης. Η Κ. επισημάνθηκε από τους αρχαιολόγους το 1956. Η ίδρυσή της χρονολογείται από τον 7o αι. π.Χ. Πρόκειται για ένα πώρινο ορθογώνιο οικοδόμημα, στο βόρειο μέρος του οποίου υπάρχουν οι υδατοδεξαμενές και στο νότιο οι βρύσες. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, τον 3o αι. π.Χ. υπήρχαν 7 χάλκινες βρύσες σε σχήμα λεοντοκεφαλής, πάνω στις οποίες είχαν λαξευθεί ειδικές κόγχες για να τοποθετούνται τα αναθήματα των προσκυνητών.
* * *
η (Α Κασταλία) [καστάλιος]
ως κύριο όν. η Κασταλία
η πηγή τών Μουσών στους Δελφούς
νεοελλ.
1. ζωολ. παλαιά ονομασία γένους μεγάλων σκαθαριών, καθώς και διάφορων μαλακίων ή πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων
2. βοτ. παλαιά ονομασία γένους φυτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κασταλία — Κασταλίᾱ , Κασταλία fem nom/voc/acc dual Κασταλίᾱ , Κασταλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασταλίᾳ — Κασταλίαι , Κασταλία fem nom/voc pl Κασταλίᾱͅ , Κασταλία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασταλίας — Κασταλίᾱς , Κασταλία fem acc pl Κασταλίᾱς , Κασταλία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασταλίαν — Κασταλίᾱν , Κασταλία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Касталия — (Κασταλία) обильный источник на южном склоне Парнаса, в Дельфах, близ храма Аполлона. Его водою должны были омываться перед обращением к богу прибегавшие к нему за советом. Свое название источник получил, по некоторым, от К., дочери Ахелоя, жены… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κασταλίη — Κασταλία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασταλίην — Κασταλία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασταλίης — Κασταλία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαιδριάδες — Δυο απότομες πέτρες που υψώνονται στη νότια πλευρά του Παρνασσού, πάνω από την Κασταλία πηγή των Δελφών. * * * οι, ΝΑ (ενν. πέτρες) αρχαιολ. απότομοι βράχοι τής νότιας πλευράς τού Παρνασσού, πάνω από την Κασταλία, από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κασταλικός — κασταλικός, ή, όν (Μ) [Κασταλία] 1. αυτός που ανήκει στην Κασταλία πηγή 2. νερό ιερής πηγής όπου κατά τη μυθολογία σύχναζαν οι Μούσες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”